άπελπις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άπελπις < καθαρεύουσα ἄπελπις
Επίθετο
[επεξεργασία]άπελπις, άπελπις, άπελπι (για την κλίση → δείτε τη λέξη ἄπελπις)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άπελπις
|