άψαλτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άψαλτα < άψαλτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
άψαλτα
- δίχως να ακολουθηθεί η λειτουργία της κηδείας, χωρίς ψαλμούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άψαλτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άψαλτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άψαλτο