άψαλτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άψαλτα < άψαλτος

Επίρρημα[επεξεργασία]

άψαλτα

  • δίχως να ακολουθηθεί η λειτουργία της κηδείας, χωρίς ψαλμούς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

άψαλτα