έρποντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
έρποντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος έρπω
- ↪ οι ΛΟΚατζήδες μπορούν να κινηθούν ταχύτατα ακόμα και έρποντας.
- ↪ Πήρε τελικά το βαθμό, αλλά το κατάφερε έρποντας στα γραφεία των παραγόντων.