έχω στραβώσει
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έχω στραβώσει
- α' ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος στραβώνω
- (+ να) α' ενικό υποτακτικής παρακειμένου του ρήματος στραβώνω
- (+ θα) α' ενικό συντελεσμένου μέλλοντα α' του ρήματος στραβώνω