ίντα
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίντα < μεσαιωνική ελληνική είντα < τι είναι τα
Αντωνυμία[επεξεργασία]
- ίντα
- (κρητική διάλεκτος) (ναξιώτικη διάλεκτος) (κυπριακή διάλεκτος) (ιδιωματικό) τι
- ίντα κάνεις; - Τι κάνεις;