αβάν πρεμιέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβάν πρεμιέρ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική avant-première

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

αβάν πρεμιέρ θηλυκό

  1. (θέατρο) παράσταση πριν από την εναρκτήρια
  2. (κινηματογράφος) προβολή ενός φιλμ πριν την παρουσίασή του στις κινηματογραφικές αίθουσες (συνήθως σε περιορισμένο αριθμό θεατών για τις πρώτες εντυπώσεις - κριτικές)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]