αβάν πρεμιέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβάν πρεμιέρ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική avant-première
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αβάν πρεμιέρ θηλυκό
- (θέατρο) παράσταση πριν από την εναρκτήρια
- (κινηματογράφος) προβολή ενός φιλμ πριν την παρουσίασή του στις κινηματογραφικές αίθουσες (συνήθως σε περιορισμένο αριθμό θεατών για τις πρώτες εντυπώσεις - κριτικές)