αβασκαίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.vaˈsce.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐σκαί‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αβασκαίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αβασκαίνω, άλλη μορφή του βασκαίνομαι