αδελφώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδελφώνω < αδελφός

αδελφώνω

  1. κάνω δυο ανθρώπους (ή δυο λαούς) να νιώθουν μεταξύ τους σαν να είναι αδέρφια
  2. συμφιλιώνω
  1. συμφιλιώνομαι εκ νέου, μονοιάζω με κάποιον
  2. συνάπτω στενούς δεσμούς με κάποιον

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]