αειθαλών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αειθαλών αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του αειθαλής
- γενική πληθυντικού του αειθαλές
αειθαλών αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο