αειθαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αειθαλής < ελληνιστική κοινή ἀειθαλής < ἀεί + θάλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.i.θaˈlis/
- συλλαβισμός : α‐ει‐θα‐λής
Επίθετο[επεξεργασία]
αειθαλής, -ής, -ές
- (για φυτά) που δεν ρίχνει τα φύλλα του το χειμώνα
- το πεύκο είναι ένα αειθαλές δέντρο
- (μεταφορικά) γεμάτος ζωή και ενέργεια, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία
- αειθαλής γέροντας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αειθαλής
|