αθλοθετήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αθλοθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθλοθετώ
- θα αθλοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθλοθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αθλοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αθλοθέτηση