ακομπανιατέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακομπανιατέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική accompagnateur[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακομπανιατέρ αρσενικό άκλιτο
- αυτός που ακομπανιάρει κάποιον στη μουσική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακομπανιατέρ
- ↑ ακομπανιατέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας