ακτινωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ακτινωτά < ακτινωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακτινωτά
- με τρόπο που να μοιάζει με εκπομπή ακτίνων ή με σχήμα ακτίνων
- οι ριπές έφευγαν ακτινωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ακτινωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακτινωτό