ακτινωτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακτινωτά < ακτινωτός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακτινωτά

  1. με τρόπο που να μοιάζει με εκπομπή ακτίνων ή με σχήμα ακτίνων
    οι ριπές έφευγαν ακτινωτά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ακτινωτά