αλευροσακιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευροσακιάζω < αλεύρι + σακιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αλευροσακιάζω

  1. κάνω σάκιασμα αλεύρων, γεμίζω σακιά με αλεύρι
    οι εργάτες που αλευροσακιάζουν οφείλουν να τηρούν τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας, φορώντας ειδικές μάσκες και γάντια

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]