αμώλυα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμώλυα < α- + μῶλυ, το μαγικό υγρό πού ήπιε ο Οδυσσέας κι έλυσε τα μάγια της Κίρκης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- → δείτε και τις λέξεις ἀμωλεί και ἀμολεί (Γόρτυνα)
Επίρρημα
[επεξεργασία]αμώλυα (Χρειάζεται διασταύρωση: για το μέρος λόγου, για τον τύπο.)
- (ιδιωματικό) ασυδοσία, ελευθερία κινήσεων
Πηγές
[επεξεργασία]- Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7. σελίδα 316