αναθαρρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αναθαρρώ
- ενθαρρύνομαι και πάλι - ξαναπαίρνω θάρρος, κουράγιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναθαρρώ
|