αναθιβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αναθιβάλλω (ιδιωματικό)
- αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, / ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν / σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι / σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Α, 7-10)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναθιβάλλω