ανακατασκευάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακατασκευάζω < ανα- + κατασκευάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ανακατασκευάζω (παθητική φωνή: ανακατασκευάζομαι)
- κατασκευάζω εκ νέου κάτι, τροποποιώντας το ή συμπληρώνοντάς το
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανακατασκευή
- ανακατασκευασμένος
- → δείτε τις λέξεις ανά, κατασκευάζω και σκεύος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακατασκευάζω | ανακατασκεύαζα | θα ανακατασκευάζω | να ανακατασκευάζω | ανακατασκευάζοντας | |
β' ενικ. | ανακατασκευάζεις | ανακατασκεύαζες | θα ανακατασκευάζεις | να ανακατασκευάζεις | ανακατασκεύαζε | |
γ' ενικ. | ανακατασκευάζει | ανακατασκεύαζε | θα ανακατασκευάζει | να ανακατασκευάζει | ||
α' πληθ. | ανακατασκευάζουμε | ανακατασκευάζαμε | θα ανακατασκευάζουμε | να ανακατασκευάζουμε | ||
β' πληθ. | ανακατασκευάζετε | ανακατασκευάζατε | θα ανακατασκευάζετε | να ανακατασκευάζετε | ανακατασκευάζετε | |
γ' πληθ. | ανακατασκευάζουν(ε) | ανακατασκεύαζαν ανακατασκευάζαν(ε) |
θα ανακατασκευάζουν(ε) | να ανακατασκευάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακατασκεύασα | θα ανακατασκευάσω | να ανακατασκευάσω | ανακατασκευάσει | ||
β' ενικ. | ανακατασκεύασες | θα ανακατασκευάσεις | να ανακατασκευάσεις | ανακατασκεύασε | ||
γ' ενικ. | ανακατασκεύασε | θα ανακατασκευάσει | να ανακατασκευάσει | |||
α' πληθ. | ανακατασκευάσαμε | θα ανακατασκευάσουμε | να ανακατασκευάσουμε | |||
β' πληθ. | ανακατασκευάσατε | θα ανακατασκευάσετε | να ανακατασκευάσετε | ανακατασκευάστε | ||
γ' πληθ. | ανακατασκεύασαν ανακατασκευάσαν(ε) |
θα ανακατασκευάσουν(ε) | να ανακατασκευάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακατασκευάσει | είχα ανακατασκευάσει | θα έχω ανακατασκευάσει | να έχω ανακατασκευάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακατασκευάσει | είχες ανακατασκευάσει | θα έχεις ανακατασκευάσει | να έχεις ανακατασκευάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακατασκευάσει | είχε ανακατασκευάσει | θα έχει ανακατασκευάσει | να έχει ανακατασκευάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακατασκευάσει | είχαμε ανακατασκευάσει | θα έχουμε ανακατασκευάσει | να έχουμε ανακατασκευάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακατασκευάσει | είχατε ανακατασκευάσει | θα έχετε ανακατασκευάσει | να έχετε ανακατασκευάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακατασκευάσει | είχαν ανακατασκευάσει | θα έχουν ανακατασκευάσει | να έχουν ανακατασκευάσει |
|