ανακλάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανακλάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακλώ
- θα ανακλάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ανακλάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάκλαση