ανακοινοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακοινοποιώ < ανα- + κοινοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ανακοινοποιώ (παθητική φωνή: ανακοινοποιούμαι)

  1. (νεολογισμός) κοινοποιώ κάτι εκ νέου ή κι εγώ με τη σειρά μου
  2. (νεολογισμός) κοινοποιώ εκ νέου επίσημο έγγραφο επιφέροντας διορθώσεις και επαναδιατυπώσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]