αναμόχλευσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αναμόχλευσης θηλυκό
- γενική ενικού του αναμόχλευση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αναμοχλεύσεως (λόγιο)
αναμόχλευσης θηλυκό