ανεξήγητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεξήγητα < ανεξήγητος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανεξήγητα
- δίχως λογική ερμηνεία, χωρίς κάτι να εξηγεί μια ενέργεια
- Μου επιτέθηκε εντελώς ανεξήγητα, στα καλά καθούμενα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεξήγητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανεξήγητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανεξήγητο