ανεξήγητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεξήγητα < ανεξήγητος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ανεξήγητα

  • δίχως λογική ερμηνεία, χωρίς κάτι να εξηγεί μια ενέργεια
  • Μου επιτέθηκε εντελώς ανεξήγητα, στα καλά καθούμενα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ανεξήγητα