ανευλόγητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανευλόγητα < ανευλόγητος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανευλόγητα
- χωρίς ευλογία ιερέα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανευλόγητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανευλόγητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανευλόγητο