ανταπαιτήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανταπαιτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταπαιτώ
- θα ανταπαιτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταπαιτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ανταπαιτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανταπαίτηση