αντιρρυπάνσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αντιρρυπάνσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αντιρρύπανση
- εναλλακτικά: αντιρρύπανσης
αντιρρυπάνσεως θηλυκό