αντιρρύπανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιρρύπανση | οι | αντιρρυπάνσεις |
γενική | της | αντιρρύπανσης* | των | αντιρρυπάνσεων |
αιτιατική | την | αντιρρύπανση | τις | αντιρρυπάνσεις |
κλητική | αντιρρύπανση | αντιρρυπάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιρρυπάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιρρύπανση θηλυκό
- (νεολογισμός) η προσπάθεια καταπολέμησης της ρύπανσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιρρύπανση
|