αντιφλεγμονώδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιφλεγμονώδες < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιφλεγμονώδης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιφλεγμονώδες ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιφλεγμονώδες