αντραλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντραλώνω < αντραλίζω < μεσαιωνική ελληνική αντραλίζω < εντραλίζω < τραλίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αντραλώνω
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αντραλίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντραλώνω | αντράλωνα | θα αντραλώνω | να αντραλώνω | αντραλώνοντας | |
β' ενικ. | αντραλώνεις | αντράλωνες | θα αντραλώνεις | να αντραλώνεις | αντράλωνε | |
γ' ενικ. | αντραλώνει | αντράλωνε | θα αντραλώνει | να αντραλώνει | ||
α' πληθ. | αντραλώνουμε | αντραλώναμε | θα αντραλώνουμε | να αντραλώνουμε | ||
β' πληθ. | αντραλώνετε | αντραλώνατε | θα αντραλώνετε | να αντραλώνετε | αντραλώνετε | |
γ' πληθ. | αντραλώνουν(ε) | αντράλωναν αντραλώναν(ε) |
θα αντραλώνουν(ε) | να αντραλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντράλωσα | θα αντραλώσω | να αντραλώσω | αντραλώσει | ||
β' ενικ. | αντράλωσες | θα αντραλώσεις | να αντραλώσεις | αντράλωσε | ||
γ' ενικ. | αντράλωσε | θα αντραλώσει | να αντραλώσει | |||
α' πληθ. | αντραλώσαμε | θα αντραλώσουμε | να αντραλώσουμε | |||
β' πληθ. | αντραλώσατε | θα αντραλώσετε | να αντραλώσετε | αντραλώστε | ||
γ' πληθ. | αντράλωσαν αντραλώσαν(ε) |
θα αντραλώσουν(ε) | να αντραλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντραλώσει | είχα αντραλώσει | θα έχω αντραλώσει | να έχω αντραλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντραλώσει | είχες αντραλώσει | θα έχεις αντραλώσει | να έχεις αντραλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντραλώσει | είχε αντραλώσει | θα έχει αντραλώσει | να έχει αντραλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντραλώσει | είχαμε αντραλώσει | θα έχουμε αντραλώσει | να έχουμε αντραλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντραλώσει | είχατε αντραλώσει | θα έχετε αντραλώσει | να έχετε αντραλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντραλώσει | είχαν αντραλώσει | θα έχουν αντραλώσει | να έχουν αντραλώσει |
|