αντραλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντραλίζω < μεσαιωνική ελληνική ντραλίζω (δραλίζω) [1] < ἐντραλίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < τραλίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ρήμα[επεξεργασία]
αντραλίζω (παθητική φωνή: αντραλίζομαι, αντραλιέμαι)
- (δημοτική, λογοτεχνικό)
- ζαλίζω, ενοχλώ, σκοτίζω
- (στην παθητική φωνή) ζαλίζομαι, παθαίνω σκοτοδίνη
- ※ «Του κάστρου της Ωριάς», δημοτικό ⌘ Νικόλαος Πολίτης, (1914) Ἐκλογαί ἀπό τά τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ., 73, στίχος 36 @anemi [μεταγραφή σε μονοτονικό]
- — Είμαι από την πείνα κι' αντραλίζουμαι.
Γελάστηκε μια κόρη, πάει, τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα ακόμα, χίλιοι εμπήκανε.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αντραλεύω
- αντραλώνω (και μεσαιωνικά ελληνικά) [2]
- αντραλιάζω
[επεξεργασία]
- αντράλα
- αντραλεμένος
- αντράλιασμα
- αντραλίδα ?
- αντράλισμα
- αντραλισμένος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- αντραλωμένος [2]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ αντραλίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 «ἀντραλώνω» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
Πηγές[επεξεργασία]
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)