αξιοδοτήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αξιοδοτήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αξιοδότηση
- εναλλακτικά: αξιοδότησης
αξιοδοτήσεως θηλυκό