αξιοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αξιοδότηση | οι | αξιοδοτήσεις |
γενική | της | αξιοδότησης* | των | αξιοδοτήσεων |
αιτιατική | την | αξιοδότηση | τις | αξιοδοτήσεις |
κλητική | αξιοδότηση | αξιοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αξιοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αξιοδότηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η απόδοση αξίας σε κάτι ή η αναγνώριση της αξίας του
- Πράγματι, από την ίδρυση του πρώτου πανεπιστημίου στην Αθήνα το 1837, η αξιοδότηση της εκπαίδευσης εν γένει και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ειδικότερα αποτέλεσε σταθερό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιοδότηση
|