αξιοκρατικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιοκρατικά < αξιοκρατικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξιοκρατικά
- με βάση την πραγματική αξία κάποιου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιοκρατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αξιοκρατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αξιοκρατικό