απανθρακοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]απανθρακοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του απανθρακοποίηση
- εναλλακτικά: απανθρακοποίησης