απανθρακοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απανθρακοποίηση | οι | απανθρακοποιήσεις |
γενική | της | απανθρακοποίησης* | των | απανθρακοποιήσεων |
αιτιατική | την | απανθρακοποίηση | τις | απανθρακοποιήσεις |
κλητική | απανθρακοποίηση | απανθρακοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απανθρακοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απανθρακοποίηση (νεολογισμός) < απ- + ανθρακοποίηση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική decarbonization)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απανθρακοποίηση θηλυκό
Υπώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απανθρακοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)