απεμπολήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απεμπολήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απεμπολώ
- θα απεμπολήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απεμπολώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απεμπολήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απεμπόληση