αποβορβορώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποβορβορώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αποβορβόρωση
- εναλλακτικά: αποβορβόρωσης
αποβορβορώσεως θηλυκό