αποδιαλέγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδιαλέγω < μεσαιωνική ελληνική αποδιαλέγω < απο- + διαλέγω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποδιαλέγω (παθητική φωνή: αποδιαλέγομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποδιαλέγια
- αποδιάλεγμα
- αποδιαλεγούδι
- αποδιαλέγουρο
- αποδιαλόγια
- αποδιαλεγμένος
- → δείτε τις λέξεις από, διαλέγω, διά και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδιαλέγω
|