αποδιαλύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποδιαλύω < (ελληνιστική κοινή) ἀποδιαλύω
Ρήμα
[επεξεργασία]αποδιαλύω (παθητική φωνή: αποδιαλύομαι)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδιαλύω | αποδιέλυα | θα αποδιαλύω | να αποδιαλύω | αποδιαλύοντας | |
β' ενικ. | αποδιαλύεις | αποδιέλυες | θα αποδιαλύεις | να αποδιαλύεις | αποδιάλυε | |
γ' ενικ. | αποδιαλύει | αποδιέλυε | θα αποδιαλύει | να αποδιαλύει | ||
α' πληθ. | αποδιαλύουμε | αποδιαλύαμε | θα αποδιαλύουμε | να αποδιαλύουμε | ||
β' πληθ. | αποδιαλύετε | αποδιαλύατε | θα αποδιαλύετε | να αποδιαλύετε | αποδιαλύετε | |
γ' πληθ. | αποδιαλύουν(ε) | αποδιέλυαν αποδιαλύαν(ε) |
θα αποδιαλύουν(ε) | να αποδιαλύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδιέλυσα | θα αποδιαλύσω | να αποδιαλύσω | αποδιαλύσει | ||
β' ενικ. | αποδιέλυσες | θα αποδιαλύσεις | να αποδιαλύσεις | αποδιάλυσε | ||
γ' ενικ. | αποδιέλυσε | θα αποδιαλύσει | να αποδιαλύσει | |||
α' πληθ. | αποδιαλύσαμε | θα αποδιαλύσουμε | να αποδιαλύσουμε | |||
β' πληθ. | αποδιαλύσατε | θα αποδιαλύσετε | να αποδιαλύσετε | αποδιαλύστε | ||
γ' πληθ. | αποδιέλυσαν αποδιαλύσαν(ε) |
θα αποδιαλύσουν(ε) | να αποδιαλύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποδιαλύσει | είχα αποδιαλύσει | θα έχω αποδιαλύσει | να έχω αποδιαλύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποδιαλύσει | είχες αποδιαλύσει | θα έχεις αποδιαλύσει | να έχεις αποδιαλύσει | έχε αποδιαλυμένο | |
γ' ενικ. | έχει αποδιαλύσει | είχε αποδιαλύσει | θα έχει αποδιαλύσει | να έχει αποδιαλύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδιαλύσει | είχαμε αποδιαλύσει | θα έχουμε αποδιαλύσει | να έχουμε αποδιαλύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποδιαλύσει | είχατε αποδιαλύσει | θα έχετε αποδιαλύσει | να έχετε αποδιαλύσει | έχετε αποδιαλυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποδιαλύσει | είχαν αποδιαλύσει | θα έχουν αποδιαλύσει | να έχουν αποδιαλύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποδιαλυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποδιαλυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποδιαλυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποδιαλυμένο |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποδιαλύω