αποθαυμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποθαυμάζω < απο- + θαυμάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποθαυμάζω (παθητική φωνή: αποθαυμάζομαι)

  • θαυμάζω (για μεγάλο χρονικό διάστημα)
    Κατάγραφο από χιλιάδες επιγραφές, το θέατρο αποθαυμάστηκε και από τον κορυφαίο αρχαιολόγο Bruno Helly. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]