αποθηκεύοντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

αποθηκεύοντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποθηκεύω
    Αποθηκεύοντας τα κείμενα σε τακτά χρονικά διαστήματα, είσαι πιο σίγουρος ότι δεν θα τα χάσεις με μια διακοπή του ρεύματος ή με άλλη αναποδιά.