αποθηκεύοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αποθηκεύοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποθηκεύω
- ⮡ Αποθηκεύοντας τα κείμενα σε τακτά χρονικά διαστήματα, είσαι πιο σίγουρος ότι δεν θα τα χάσεις με μια διακοπή του ρεύματος ή με άλλη αναποδιά.