αποικίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποικίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποικίζω
- θα αποικίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποικίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αποικίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποίκιση