αποκρατικοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποκρατικοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αποκρατικοποίηση
- εναλλακτικά: αποκρατικοποίησης