αποκρατικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκρατικοποίηση οι αποκρατικοποιήσεις
      γενική της αποκρατικοποίησης* των αποκρατικοποιήσεων
    αιτιατική την αποκρατικοποίηση τις αποκρατικοποιήσεις
     κλητική αποκρατικοποίηση αποκρατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκρατικοποίηση < αποκρατικοποιώ + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποκρατικοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]