απολυταρχικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
απολυταρχικά < απολυταρχικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
απολυταρχικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολυταρχικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απολυταρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απολυταρχικό