απονεκρώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απονεκρώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απονεκρώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απονεκρώνομαι | απονεκρωνόμουν(α) | θα απονεκρώνομαι | να απονεκρώνομαι | ||
β' ενικ. | απονεκρώνεσαι | απονεκρωνόσουν(α) | θα απονεκρώνεσαι | να απονεκρώνεσαι | (απονεκρώνου) | |
γ' ενικ. | απονεκρώνεται | απονεκρωνόταν(ε) | θα απονεκρώνεται | να απονεκρώνεται | ||
α' πληθ. | απονεκρωνόμαστε | απονεκρωνόμαστε απονεκρωνόμασταν |
θα απονεκρωνόμαστε | να απονεκρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απονεκρώνεστε | απονεκρωνόσαστε απονεκρωνόσασταν |
θα απονεκρώνεστε | να απονεκρώνεστε | (απονεκρώνεστε) | |
γ' πληθ. | απονεκρώνονται | απονεκρώνονταν απονεκρωνόντουσαν |
θα απονεκρώνονται | να απονεκρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απονεκρώθηκα | θα απονεκρωθώ | να απονεκρωθώ | απονεκρωθεί | ||
β' ενικ. | απονεκρώθηκες | θα απονεκρωθείς | να απονεκρωθείς | απονεκρώσου | ||
γ' ενικ. | απονεκρώθηκε | θα απονεκρωθεί | να απονεκρωθεί | |||
α' πληθ. | απονεκρωθήκαμε | θα απονεκρωθούμε | να απονεκρωθούμε | |||
β' πληθ. | απονεκρωθήκατε | θα απονεκρωθείτε | να απονεκρωθείτε | απονεκρωθείτε | ||
γ' πληθ. | απονεκρώθηκαν απονεκρωθήκαν(ε) |
θα απονεκρωθούν(ε) | να απονεκρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απονεκρωθεί | είχα απονεκρωθεί | θα έχω απονεκρωθεί | να έχω απονεκρωθεί | απονεκρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απονεκρωθεί | είχες απονεκρωθεί | θα έχεις απονεκρωθεί | να έχεις απονεκρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απονεκρωθεί | είχε απονεκρωθεί | θα έχει απονεκρωθεί | να έχει απονεκρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απονεκρωθεί | είχαμε απονεκρωθεί | θα έχουμε απονεκρωθεί | να έχουμε απονεκρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απονεκρωθεί | είχατε απονεκρωθεί | θα έχετε απονεκρωθεί | να έχετε απονεκρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απονεκρωθεί | είχαν απονεκρωθεί | θα έχουν απονεκρωθεί | να έχουν απονεκρωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απονεκρώνομαι
|