αποπλανήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποπλανήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπλανώ
- θα αποπλανήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπλανώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποπλανήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποπλάνηση