αποπροσανατολιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποπροσανατολιστικά < αποπροσανατολιστικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]αποπροσανατολιστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποπροσανατολιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αποπροσανατολιστικά