απορρόφησε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]απορρόφησε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος απορροφώ
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος απορροφώ
απορρόφησε