αποστάξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποστάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστάζω
- θα αποστάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αποστάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόσταξη