αποστεώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποστεώνω < από- + οστό + -ώνω

αποστεώνω (παθητική φωνή: αποστεώνομαι)

  • κάνω κάποιον ή κάτι αδύνατο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]